- γαλαξαίος
- γαλαξαῑος, -α, -ον (Α)ο λευκός σαν γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας*, Γαλάξια*, παράγωγα τής λ. γάλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλαξαίην — γαλαξαῖος milky fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξαίοισι — γαλαξαῖος milky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξαίῃσιν — γαλαξαῖος milky fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξαίῳ — γαλαξαῖος milky masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξήεις — γαλαξήεις, εσσα, εν (Α) ο γαλαξαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας*, Γαλάξια*, παράγωγα τής λ. γάλα] … Dictionary of Greek